Abstract
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται περιστασιακά σε μια ιδιαίτερη ικανότητα με το όνομα «αίσθηση του χρόνου», την οποία εισηγείται μεν ως θεμελιώδη προϋπόθεση για τη μνήμη, πουθενά ωστόσο δε διευκρινίζει με σαφήνεια τη φύση της. Παλαιότερες ερμηνείες συνδέουν την «αίσθηση του χρόνου» με την «κοινή αίσθηση» ή με τη «φαντασία», επιλογές οι οποίες χρήζουν επανεξέτασης. Προτείνεται μια διαφορετική προσέγγιση του ζητή ματος, η οποία εκκινεί από τις ισομορφικές αντιστοιχίες που ισχύουν ανάμεσα στο μέγεθος, την κίνηση και τον χρόνο, προκειμένου να εγγράψει την «αίσθηση του χρόνου» κατά βάση στο παρόν, θεωρώντας την ως αίσθηση της θεμελιώδους χρονικής δομής του τώρα, με την οποία οριοθετούνται το παρωχημένο και το επιγενόμενο μέρος της κίνησης, χωρίζεται δηλαδή το παρελθόν από το μέλλον. Η λειτουργία αυτή ανατίθεται στο δομικό μέρος της ψυχής που αποτελεί το κέντρο της αισθητικότητας και θα πρέπει να διακριθεί από τη «γνώση του χρόνου», η οποία προϋποθέτει σύνθετες γνωστικές διαδικασίες.