Abstract
Παρουσιάζεται η βασική θέση της ηθικής φιλοσοφίας του Καντ πως η καθαρή βούληση δεν είναι δυνατόν να κυριαρχείται από συγκεκριμένες ηθικές αρχές, οι οποίες μας υποχρεώνουν τι πρέπει να πράττουμε. Αντίθετα, είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε κάποιες αρχές ηθικές, με βασική προϋπόθεση τη συνέπειά μας προς αυτές. Η έλλειψη συνέπειας σε τέτοιες αρχές οδηγεί σε έλλειψη επικοινωνίας απέναντι στους άλλους, ενώ καθιστά προβληματική και την ουσία της ελευθερίας μας. Έτσι, οφείλουμε να πράττουμε με τέτοιο τρόπο ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής να μπορεί να καταστεί «καθολικός νόμος». Κατόπιν, συνδέοντας την ηθική φιλοσοφία με την έννοια του πράγματος καθαυτό, αναλύεται ο τρόπος που οι ηθικές αρχές, μη συναγόμενες a posteriori, τίθενται a priori γιατί αναφέρονται όχι στο γιατί γίνεται κάτι αλλά σε οτιδήποτε πρέπει να γίνει. Καταλήγοντας, όπως ο Καντ διαχώριζε φαινόμενα και πράγματα καθαυτά, όπου τα πρώτα καθορίζονται από την εμπειρία, ενώ τα δεύτερα από την a priori γνώση, έτσι και στην ηθική του διδασκαλία αποδέχεται την ύπαρξη a priori αρχών, οι οποίες δύνανται να καθορίζουν τη ζωή του ανθρώπου, να οδηγούν στο τι δέον γενέσθαι, δέχεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι αυτές οι αρχές δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν και να καθοδηγήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, αν δεν επικυρωθούν μέσω της εμπειρίας.