Abstract
H ανάλυση αναφέρεται στα λογικά συστήματα ιστορικής αξιολόγησης και ανακατασκευής προηγούμενων ή και σύγχρονων καλλιτεχνικών εργασιών μέσω της παραπομπής τους στην «αξιολόγησή τους μέσω της προέλευσης» ή «στην ερμηνεία της νέας τους έννοιας, μέσω της καταγωγής», σύμφωνα με το θεώρημα του Καθηγητή της Κλασικής Αρχαιολογίας Philippe Bruneau, κατά το οποίο αναγνωρίζεται ως τέχνη ό,τι προέρχεται από τέχνη κ.ο.κ. Αυτή η αντίληψη είχε διατυπωθεί το 1974 στο προφητικό του άρθρο ‘Situation méthodologique de l’histoire de l’art antique’ και συνέπιπτε με τ H εκ των υστέρων κατασκευή της προέλευσης ως καλλιτεχνική συμπεριφορά α statements σύγχρονων Αμερικανών μινιμαλιστών και εννοιολογικών καλλιτεχνών, οι οποίοι την ίδια περίπου περίοδο διετύπωναν την άποψη ότι ‘a work of art is a tautology in that it is a presentation of the artist’s intention, that is, he is saying that a particular work of art is art, which means, is a definition of art’ ή ότι ‘if someone calls it art, it’s art ’ ή ότι ‘the idea becomes a machine that makes the art’ κατά τον Sol Lewitt το 1967. Το χαρακτηριστικό αυτού του ταυτολογικού συστήματος ανάλυσης είναι ότι η αναδρομική κατασκευή ή η προ-εγκατάσταση μιας παραπομπής εξασφαλίζει τις μετέπειτα καλλιτεχνικές της συνέπειες, οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν εκ νέου στην παραπομπή από την οποία προήλθαν για να την επανερμηνεύσουν κ.ο.κ. Αυτό το σύστημα είχε εγκατασταθεί από τον Kazimir Malevitch ανάμεσα στο 1924 και στο 1927 μέσω της θεωρίας του «προστιθέμενου στοιχείου» το οποίο, παρεμβαλλόμενο κάθε φορά ως νέο στοιχείο στην προηγούμενη καλλιτεχνική διαμόρφωση, τη μεταβάλλει, προκαλώντας νέες καλλιτεχνικές συνθήκες. Έτσι εξηγούσε το πέρασμα από τον Cézanne στον κυβισμό, στον φουτουρισμό και στη δική του καλλιτεχνική θεώρηση, τον σουπρεματισμό. Ένα ανάλογο σύστημα είναι του Βarr Alfred Jr., το οποίο προλόγιζε το κλασικό του βιβλίο Cubism andArt το 1936 και κατέγραφε μέσω πολύπλοκων διασυνδέσεων 25 περίπου τάσεις της σύγχρονης τέχνης. Η κεντρική ιδέα αυτού του αναγνωριζόμενου ως υποχρεωτικού περάσματος από το ένα κίνημα στο άλλο αποκάλυπτε και στους δύο συγγραφείς τον κανονιστικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό και θεωρητικό χαρακτήρα της εκάστοτε καλλιτεχνικής πρότασης, εφόσον αντικαθιστούσε το οντολογικό ερώτημα τι είναι τέχνη από το επιστημολογικό ερώτημα από πού προέρχεται η τέχνη και πώς δρα και πώς συμπεριφέρεται η τέχνη και υπονούσε ότι το κυκλικό αυτό σύστημα είναι αναπόφευκτο και συνεπώς παγκόσμιο. Επίσης οι θεωρητικές επιλογές του Αμερικανού συγγραφέα Clement Greenberg, εμπνεόμενες από τις αισθητικές κατηγορίες του Ελβετού Heinrich Wölfflin ως προς τις συνθήκες του περάσματος από την Αναγέννηση στο Μπαρόκ, θα συλλάβουν ένα αντίστοιχο υποχρεωτικό πέρασμα από τον αναλυτικό κυβισμό στον αμερικανικό εξπρεσιονισμό. Στη συνέχεια οι καλλιτέχνες της ομάδας Support/Surface στη Γαλλία θα εγκατασταθούν στη διαδοχή της αφηρημένης αμερικανικής ζωγραφικής μέσω των ιδεών του Malevitch και ο Γάλλος ιστορικός Jean Clair θα κατασκευάσει το 1972 ένα διάγραμμα της τέχνης στη Γαλλία των χρόνων του 1960, όπου θα αντιπαρατεθούν οι νέο-παραστατικοί και οι εννοιολογικοί καλλιτέχνες. Τέλος η Αμερικανίδα καθηγήτρια Rosalind Krauss θα αποστασιοποιηθεί με το διάσημο άρθρο της ‘A view of Modernism’ του 1972 ως προς τη γραμμική αντίληψη ερμηνείας της τέχνης και θα την αντιπαραθέσει σε συνεργασία με τον Yve-Alain Bois στην έκθεση L’informe, mode d’emploi τo 1996 στο Centre Georges Pompidou, την «εντροπία» της ύλης, τον υποβιβασμό της, ανεξάρτητα από το βλέμμα, μέσω της παραπομπής στον Georges Bataille και στον Robert Smithson. Αντίστοιχα ο Αμερικανός ιστορικός Hal Foster θα αναλάβει τον ίδιο χρόνο με το βιβλίο του The Return of the Real την παράλληλη κριτική του γραμμικού συστήματος ερμηνείας, μέσω της αναγνώρισης του συσχετισμού της εμπλοκής τόσο του βλέμματος όσο και του αντικειμένου του στην ίδια δημόσια σχέση και δημόσια λειτουργία. Ο συγγραφεύς της ομιλίας καταλήγει με την παρατήρηση της αντιστοιχίας των ιδεών του Foster με εκείνες του Γάλλου Εγκυκλοπαιδιστή Denis Diderot, για τον οποίο η ιδέα της σχέσης και της πρόσληψης της σχέσης καθεαυτήν, είναι το θεμέλιο του Ωραίου.